- ἱμεροθαλές
- ἱμεροθᾱλές , ἱμεροθαλήςsweetly bloomingmasc/fem voc sg (doric)ἱμεροθᾱλές , ἱμεροθαλήςsweetly bloomingneut nom/voc/acc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιμεροθαλής — ἱμεροθαλής, ές (Α) αυτός που θάλλει γλυκά («ἱμεροθαλὲς ἔαρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + θαλής (< θάλος, το), πρβλ. ετερο θαλής, πολυ θαλής] … Dictionary of Greek